ανεξασφάλιστος

ανεξασφάλιστος
η , ο [ος , ον ] негарантированный; не застрахованный от чего-л.

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανεξασφάλιστος" в других словарях:

  • ανεξασφάλιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει εξασφαλιστεί 2.αυτός που δεν έχει για εγγύηση περιουσιακά στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξασφαλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 από τον νομικό και πολιτικό Θεόδωρο Φλογαΐτη στο περιοδικό σύγγραμμα Βύρων] …   Dictionary of Greek

  • ανεξασφάλιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εξασφαλίστηκε ή δεν μπορεί να εξασφαλιστεί: Έτσι όμως θα μενε ανεξασφάλιστη η κόρη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»